πλινθοποίηση

πλινθοποίηση
[-ις (-εως)] η формовка (литья)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλινθοποίηση" в других словарях:

  • πλινθοποίηση — η, Ν τεχνολ. η διαμόρφωση μεταλλουργικών προϊόντων σε ορθογώνια κομμάτια, σε πλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πλινθοποίησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»